- κλαβικύμβαλο(ν)
- τομουσ. το κλαβεσίνο.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση τού γαλλ. clavecin].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Γκαλούπι, Μπαλντασάρε — (Baldassare Galuppi, Μπουράνο 1706 – Βενετία 1785). Ιταλός συνθέτης. Γνωστός ως συνθέτης μελοδραμάτων αλλά και έργων για κλαβικύμβαλο, ο Γ. αρχικά αναγνωρίστηκε έξω από την Ιταλία. Από το 1741 έως το 1743 έζησε στο Λονδίνο. Το 1763 έγινε δεκτός… … Dictionary of Greek
κλαβεσίνο(ν) — και κλαβεσέν, το μουσ. πληκτροφόρο νυκτό όργανο, αλλ. αρπίχορδο, τσέμπαλο ή κλαβιτσέμπαλο, γνωστό και με τον παλαιό όρο κλαβικύμβαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. clavecin] … Dictionary of Greek
κλαδοτσύμπανο(ν) — κλαδοτσύμπανο(ν), τὸ (Μ) είδος μουσικού οργάνου, το κλαβικύμβαλο, αλλ. κλαβεσίνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Παραφθορά τού βεν. clavicembalo] … Dictionary of Greek
Μότσαρτ, Βόλφγκανγκ Αμαντέους — (Wolfgang Amadeus Mozart, Σάλτσμπουργκ 1756 – Βιέννη 1791). Αυστριακός συνθέτης. Άντλησε ένα μεγάλο τμήμα των μουσικών του γνώσεων από τον πατέρα του Λεοπόλδο, ο οποίος προΐστατο της αυλικής ορχήστρας στην Αρχιεπισκοπή του Σάλτσμπουργκ, ενώ ήταν… … Dictionary of Greek